- σκιώδης
- -ες / σκιώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [σκιά]σκιερόςνεοελλ.1. μτφ. όμοιος με σκιά2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση»)3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» — ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό σχήμα τού κόμματος που βρίσκεται την εξουσία, με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την εξέλιξη τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό έργο, αλλά και να είναι έτοιμο να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση αμέσως μόλις αναλάβει αυτό την εξουσίαμσν.-αρχ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιώδητα σκοτεινά πάθη τής ψυχής («ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)αρχ.1. (για χρώμα) σκοτεινός, σκούρος2. (για εποχή τού έτους) νεφελώδης, ομιχλώδης («φθινόπωρον σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.).επίρρ...σκιωδῶς ΜΑσκοτεινά.
Dictionary of Greek. 2013.